- προσσκάπτω
- προσσκάπτω,A throw up earth about, δένδρεα ποτισκαψεῖ ([dialect] Dor. [tense] fut.) Tab.Heracl.1.173.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσσκάπτω — Α συσσωρεύω χώμα γύρω από κάτι σκάβοντας … Dictionary of Greek
ποτισκάπτω — Α (δωρ. τ.) προσσκάπτω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος του πρός + σκάπτω] … Dictionary of Greek
πρόσσκαψις — άψεως, ἡ, Α [προσσκάπτω] σκάψιμο και συσσώρευση χώματος γύρω από κάτι … Dictionary of Greek